retributive$70078$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

retributive$70078$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Retributive; Retribution (disambiguation); Retribution (album); Retribution (film); Retribution (novel)

retributive      
adj. ανταποδοτικός, τιμωρός

Ορισμός

retribution
¦ noun punishment inflicted as vengeance for a wrong or criminal act.
Derivatives
retributive r?'tr?bj?t?v adjective
retributory r?'tr?bj?t(?)ri adjective
Origin
ME: from late L. retributio(n-), from retribut-, retribuere 'assign again'.

Βικιπαίδεια

Retribution

Retribution may refer to:

  • Punishment
  • Retributive justice, a theory of justice
    • Divine retribution, retributive justice in a religious context
  • Revenge, a harmful action against a person or group in response to a grievance